Δεδομένης της μεγάλης σπουδαιότητας των πρώτων αναγνωστικών εμπειριών στη
ζωή των παιδιών, η εξεύρεση τρόπων και δραστηριοτήτων μέσω των οποίων θα επιτευχθεί η
απόκτηση αναγνωστικών δεξιοτήτων και θα δρομολογηθεί η διαμόρφωση μελλοντικών
σταθερών αναγνωστών απασχολεί σε σημαντικό βαθμό όλους όσους διαδραματίζουν καίριο
ρόλο στην ανατροφή των παιδιών. Ενώ, λοιπόν, παραδοσιακά οι δάσκαλοι ισχυρίζονταν πως
δεν μπορούν να διδάξουν τα παιδιά μέχρι αυτά να ξεκινήσουν το σχολείο, δηλαδή στην
ηλικία των πέντε ή έξι και οι γονείς θεωρούσαν πως η διδασκαλία της ανάγνωσης είναι
υπόθεση του σχολείου και πως οι ίδιοι αδυνατούν να κάνουν κάτι· σήμερα είναι πλέον
αποδεκτό ότι τα παιδιά αρχίζουν να μυούνται στο γραμματισμό και να απολαμβάνουν
αναγνωστικές εμπειρίες από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής τους ( Γιαννικοπούλου,
1998).
Ωστόσο, επειδή η ανάγνωση είναι μια δραστηριότητα που απαιτεί προσωπική,
ηθελημένη προσπάθεια, τα παιδιά έχουν συχνά τη δυνατότητα να επιλέξουν ή όχι την
εμπλοκή τους σε αυτήν· κάτι που κρίνει απαραίτητη την ύπαρξη κινήτρου ( Baker &
Wigfield, 1999). Το να λειτουργεί κανείς με κίνητρο σημαίνει να κινητοποιείται με σκοπό να
πετύχει κάτι. Κάποιος που δεν αισθάνεται καμία ώθηση ή έμπνευση για να δράσει
χαρακτηρίζεται από έλλειψη κινήτρου, αντίθετα κάποιος που ρυθμίζει τις ενέργειές του βάσει
μιας αιτίας που τον προκαλεί να δράσει, είναι αυτός που λειτουργεί αναφορικά με κάποιο
ισχυρό κίνητρο ( Ryan & Deci, 2000).
Στη σχετική με την ανάγνωση βιβλιογραφία, μεγάλο μέρος της δουλειάς που
αναφέρεται στα κίνητρα των αναγνωστών έχει διατυπωθεί με όρους που αφορούν τις στάσεις
και τις συμπεριφορές απέναντι στην ανάγνωση ( Baker & Wigfield, 1999). Όπως αναφέρεται
στο Aarnoutse και Van Leeuwe (1998: 144), ¨μια αναγνωστική συμπεριφορά αποτελείται από
τρία συστατικά: τις αντιλήψεις αναφορικά με την ανάγνωση, την προθυμία δράσης για
ανάγνωση και τα συναισθήματα απέναντι στην ανάγνωση¨. Αναμφισβήτητα, η ανάγνωση και η
γραφή αποτελούν εξαιρετικά πλούσιες περιοχές για έρευνα σχετικά με τα κίνητρα, καθώς
5
υπάρχουν τόσοι πολλοί λόγοι ώστε να επιδιώξει κανείς την εμπλοκή του σε δραστηριότητες
τέτοιας φύσεως αλλά και λόγω του ουσιαστικά κοινωνικού χαρακτήρα του γραμματισμού. Η
ανάγνωση ενδέχεται να ειδωθεί ως πηγή ευχαρίστησης, ως πηγή πληροφοριών, ως εργασία
στην τάξη ή και ως ένα πλαίσιο για κοινωνική αλληλεπίδραση. Μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο
για την απόκτηση γνώσης και κύρους ή ως μια δραστηριότητα που προσφέρει ευχαρίστηση
σε όσους επιλέγουν να ασχοληθούν με αυτήν ( Nolen, 2007).
Ωστόσο, υποστηρίζεται ( Mata, 2011) ότι για να εξασφαλιστεί η εμπλοκή του παιδιού
σε αναγνωστικές δραστηριότητες καθώς και η αναγνωστική του ευχέρεια, κρίνεται
απαραίτητη η ύπαρξη ενός συνόλου παραγόντων όπως η κατανόηση των χρήσεων, των
λειτουργιών και της σπουδαιότητας του γραπτού λόγου, κάτι που πολύ συχνά προκύπτει από
την επαφή του παιδιού με πρακτικές γραμματισμού που εφαρμόζουν οι ενήλικες με τους
οποίους αλληλεπιδρά· από τον ενθουσιασμό του αναφορικά με την εκμάθηση της ανάγνωσης,
ο οποίος συνήθως προκύπτει ως αποτέλεσμα των θετικών εμπειριών γραμματισμού που
βιώνει κατά την προσχολική του ηλικία· από τις προσδοκίες του παιδιού για επιτυχία και
πρόοδο, όταν μαθαίνει να διαβάζει και από την ύπαρξη περιβαλλοντικών συνθηκών που
διευκολύνουν και ενισχύουν τη σταδιακή κατάκτηση γνώσεων από το παιδί.
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, ότι το κίνητρο αποτελεί τη λέξη-κλειδί για την εκμάθηση
της ανάγνωσης και για τη διαμόρφωση μελλοντικών σταθερών αναγνωστών, το ενδιαφέρον
μετατοπίζεται στο ρόλο που διαδραματίζουν οι γονείς αναφορικά με την καλλιέργεια των
κινήτρων για εμπλοκή σε αναγνωστικές δραστηριότητες.Περισσότερα στην πηγή όπου είναι αναρτημένη η εργασία:
http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/6104/3/Nimertis_Gogona(teeapi).pdf